- συνεξευρεῖν
- συνεξευρίσκωassist in finding outaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεξευρίσκω — Α [ἐξευρίσκω] ανακαλύπτω κάτι ή κάποιον συγχρόνως («συνεξευρεῑν τὸν αἴτιον τοῡ θανάτου», Πλούτ.) … Dictionary of Greek